κούμουλος

κούμουλος
-η, -ο
(για καλάθι, δοχείο κ.λπ.) πλήρης, γεμάτος, ξέχειλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cumulus «σωρός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουμουλώνω — [κούμουλος] κουμουλιάζω, κουλουμώνω …   Dictionary of Greek

  • κούμουλον — κούμουλον, τὸ ή κούμουλος, ὁ (Μ) 1. σωρός 2. ποσοστιαία αμοιβή που έπαιρναν οι πλοίαρχοι στον Νείλο ανάλογα με την ποσότητα τού σιταριού που μετέφεραν ή φόρτωναν. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cumulus «σωρός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”